- χερνήταν
- χερνήτᾱν , χερνήτηςmasc acc sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χερνήτης — ὁ, Α 1. χερνής* (α. «Ὀδυσσεὺς χερνήτου λαβὼν σχῆμα», Σέξτ. Εμπ. β. «τῶν γέννα μεγαλυνομένων ὄντα χερνήταν ἐραστεῡσαι γάμων», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ευστ.) «χερνήτης, λάτρις, χειροτέχνης, ἀπὸ χειρὸς ζῶν. Και πάλιν χερνήτης, πένης, χειρόβιος».… … Dictionary of Greek